γαλακτίτης

γαλακτίτης
ο
1) мин. тальк; 2) бот. молочай

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γαλακτίτης" в других словарях:

  • γαλακτίτης — ο (γαλακτίτης) [γάλα] είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί νεοελλ. φυτό τής οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο …   Dictionary of Greek

  • galactita — ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Arcilla jabonosa que se deshace en el agua, dándole el color de la leche. SINÓNIMO [galactites] greda * * * galactita o, no frec., galactites (del lat. «galactītes», del gr. «galaktítēs», de leche) f. *Greda. ≃… …   Enciclopedia Universal

  • ασπράγκαθο — το και ασπραγκαθιά, η ονομασία πολλών φυτών με αγκάθια (κίρσιον το αστερωτόν, γαλακτίτης ο τριχωτός, κενταύριον, σκόλυμος κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτίς — γαλακτίς, η (AM) [γάλα] το φυτό τιθύμαλλος, γαλατσίδα, φλόμος αρχ. «γαλακτὶς πέτρα» ο γαλακτίτης …   Dictionary of Greek

  • συννεφίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου, αλλ. γαλακτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ονυχ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • galactita — (Del lat. galactītes, y este del gr. γαλακτίτης, lácteo). f. Arcilla jabonosa que se deshace en el agua, a la que da color de leche …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»